Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18

The day that never comes

Να προσέχεις.
Μ'αυτές τις τελευταίες γλυκές λέξεις σε αποχαιρετώ.
Όσα δάκρυα κι αν έχω χύσει, του αποχωρισμού το πιο ζεστό είναι αυτό.
Ζεστο γιατί βαθιά κρατεί, τη φλόγα της αγάπης μου.
Φλόγα, που σαν λάβα καταστρέφει τα πάντα,αφήνοντας πίσω εύφορη γη.
Μόνο έτσι μπορώ να ξαναζήσω.

Μου'χες πει μια νύχτα ότι φοβόσουν τους ανθρώπους.
Φοβόσουν, έλεγες, να τους αφήσεις να δουν τον εαυτό σου.
Σε κράτησα σφυχτά.
Το δέρμα σου, πιο κρύο από ποτέ.
Η ανάσα σου, με πάγωνε, τρυπώντας μέσα από τα ρούχα μου.

Νυχτοπούλι να θρηνεί δεν ξανάκουσα από 'κείνο το βράδυ.

Σ'αφήνω από φόβο μη χαθώ στον εαυτό μου.
(Φεύγω πριν μισήσω που πληγώνομαι από'σένα)
Καίγομαι πριν μου βάλουν φωτιά τα μάτια σου
(Χάνομαι, για να μη χάσω το δρόμο της ψυχής μου)
Χάνω το δρόμο, που έφτιαξα για σένα.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 6

Requiem

Κοιτάζω το ρολόι, ώρα μηδέν.
Σε ψάχνω γύρω μου,μα έχεις χαθεί.

Tα μάτια σου  δυο φεγγάρια, μου φωτίζουν το δρόμο.
Τρυπούν το χάος και δίνουν τόπο στην ελπίδα.Σε βλέπω και παγώνω. Ο χρόνος σταματά.
Εσύ θα κινηθείς;

Μερικές φορές απορώ γιατί με κοιτάς κι εσύ κατάματα.
Προσπαθώ να καταλάβω τι θέλεις, τι κρύβεις.
Μα  μυστήριο όπως είσαι, με κάνεις να σ'αναζητώ.
Διαβαίνω το μονοπάτι της λίθης,χωρίς αρχή και γυρισμό.

Και στο δρόμο διψώ. Διψώ για το φιλί σου.

Μα σαν όαση στην έρημο, δεν ξέρω αν υπάρχεις
 ή αν μόνο εγώ σε βλέπω.

Σε αναζητώ στο σούρουπο, σε χάνω στην αυγή.
Σε βρίσκω στη σελήνη, μα η πανσέληνος αργεί.

Τα μάτια απατούν, μα η καρδιά πονά.

Σαν ερημίτης ξανά, το δρόμο αυτό.
Είναι μακρύς ο δρόμος, και η δίψα μου μεγάλη.

Έχεις νόημα να σε ποθώ;
Άλλοι πιστεύουον πως το μόνο σοβαρό ερώτημα είναι μόνο αν έχει νόημα να υπάρχει το φεγγάρι.
Άλλοι πιστεύουν πως το μόνο σοβαρό ερώτημα είναι μόνο αν πρέπει να αυτοκτονήσεις ή όχι.
Άλλοι αν ο χρόνος έχει αρχή και τέλος.
Ένα είναι όμως το σοβαρό ερώτημα, κι αυτό είναι:
Ποιος ξέρει να κάνει την αγάπη παντοτινή;
Απάντησέ μου σ' αυτό και θα σου πω αν πρέπει να αυτοκτονήσεις ή όχι.
Απάντησέ μου σ' αυτό και θα σου πω αν ο χρόνος έχει αρχή και τέλος.
Απάντησε μου σ' αυτό και θα σου πω αν το φεγγάρι έχει λόγο να υπάρχει.
Απάντησέ μου σ'αυτό και θα σου πω αν έχει νόημα, ο πόθος μου για σένα.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 28

The girl that refused to smile

Ήταν καλοκαίρι.
Σε είδα σε μια παραλία.
Σε μια πέτρα πάνω να κάθεσαι μόνη.
Αγνάντευες τη θάλασσα.
Το χάος του απέραντου ωκεανού.

Γιατί δεν παίζεις με τους άλλους;
Κοίτα τα μάτια τους πως έχουν ανάψει.
Η φλόγα της νιότας της χαράς.
Μα τα δικά σου μένουν καφέ.

Ο αέρας ανεμίζει μέσα από τα μαλλιά σου.
Το μικρό κάστρο που είχες φτιάξει χάλασε.
Το πήρε το κύμα.
Αναρωτιόμουν αν ήταν αλήθεια αυτό που είδα όταν το τελείωσες.

Αν ήταν όντως αυτό που νομίζω, όταν κίνησες τα χείλη σου.
Με είχες δει που σε αγνάντευα.
Και παρά εκείνη τη φορά, που τα πόδια σου γέμιζαν με το νερό της παλίρροιας,
δε σε ξαναείδα ποτέ τόσο ζωντανή.

Εκείνη τη βραδιά, όπου η ολοστρόγγυλη πανσέλληνος έκρυβε τ'άστρα.
Όπου τα κύματα χτυπούσαν με μανία τα βράχια.
Με μίσος μέχρι να γίνουν ένα, και να επιστρέψουν.
 Όπου τα πουλιά κρύφτηκαν μέσα στις κουφάλες.
Και δεν πετούσε τίποτα σ'εκεινον τον κατάμεστο με φως ουρανό.

Εκεί όπου ο αέρας σε παρέσειρε όπου ήθελε μου είπες.
Εκεί όπου τα χείλη μας γίνανε ένα.

Σάββατο, Μαρτίου 29

Καταιγίδα εαρινής νυχτός

(Ξεκινήστε από το 0:20)

Το κρασί γαργαλά το λαιμό σου.
Γελάς.
Η γλυκιά του γεύση διώχνει τις πίκρες.
Τα φαρμάκια λένε..

Τότε γιατί νιώθεις χειρότερα;

Ο πόνος πλέον είναι αβάστακτος.
Ουρλιάζεις στο νυχτερινό ξέφωτο, όμως απάντηση δεν παίρνεις.
Γύρω σου σκοτάδι, κι ο οίνος απλώς σε θαμπώνει περισσότερο.

Γιατί εκεί ζεις.
Στη μέθη ενός ονείρου.
Μιας Διονυσίας ουτοπίας.
Και μόνο μίσος νιώθεις.

Όχι γι'αυτήν, μόνο για σένα.
Για ένα θαυματοποιό.
Ένα νεκρομάντη αναμνήσεων.
Στιγμών που πέρασαν και δε γυρνούν.
Ανθρώπων που αγκάλιασαν τη λήθη χωρίς ενδοιασμό.

Δεν αλλάζει ο κόσμος σου'χαν πει.Για τον εαυτό του νοιάζεται.
Όμως δεν το πίστεψες ποτέ. Φοβόσουν να το αποδεχτείς.
Αρνήθηκες να κοιτάξεις τη Μοίρα στα μάτια, μόνο έπαιζες με καθρέφτες.

Και τώρα πια είσαι μόνος. Εσύ, και ένα άδειο ποτήρι.

Ιάκχος

Τετάρτη, Μαρτίου 26

Που είσαι;


Με άφησες στο ξέφωτο της νύχτας.
Τη στιγμή που το φεγγάρι άρχισε να εμφανίζεται.
Και τα αστέρια οδηγούσαν το δρόμο μου.
Η νύχτα μου είχε επιτέλους λίγο φως.
Την κρυφή ελπίδα , πως έρχεται μια πιο φωτεινή ημέρα.

Όχι. Αποφάσισε το σύννεφο να καλύψει τ'άστρα.
Κι εσύ Σελήνη μου, παίζεις κρυφτό μαζί μου.
Δεν μπορώ να σε νικήσω όμως.
Δεν μπορώ να παίξω πια.
Τέρμα τα παιχνίδια.

Που χάνεσαι; Που πηγαίνεις όταν είσαι μακριά μου;
Κι αν είναι καλύτερα εκεί, γιατί ξανάρχεσαι;
Γιατί τρεμοπαίζεις στο σεληνόφως;

Τελειώνει , ό,τι και να σημαίνει αυτό.

Όσες  σειρήνες και να φέρνει η ζωή,
όσο όμορφη κι αν είναι η Καλυψώ,
όσο νέα η Ναυσικά,
η Πηνελόπη είναι αυτή για την οποία πεθαίνεις.

Τα λόγια αιωρούνται ωσάν φύλλα στον αέρα μέσα στη νύχτα.
Ένας σκύλος από μακριά γαβγίζει.
Οι φυλλωσιές κρατούν τα μεγαλύτερα μυστικά.
Και τα δέντρα τα φυλούν μες στον κορμό τους.

Κι εγώ, κάτω από έναν ευκάλυπτο ξαπλώνω.
Κοιτώ τ'άστρα για τελευταία φορά να τρεμοπαίζουν.
Το φεγγάρι μου χαρίζει μια ακτίνα.

Ένα τελευταίο σεληνόφως.



Τρίτη, Ιανουαρίου 14

Lorelei

Και περνούν οι μέρες.
Κι ακόμα δε σε βρίσκω.
Χαμένη είσαι, σε μια ακρογιαλιά.

Κι όσο και αν προσπαθώ σε τυλίγει η θάλασσα.
Τα κύματα κρύβουν τα ίχνη σου στην άμμο.
Κι ένα θαλασσοπούλι καλύπτει τη φωνούλα σου.

Ο ήλιος βούτηξε στη θάλασσα και σου'κλεψε τον ίσκιο.
Δεν είσαι πλέον ούτε σκιά σε μια ακρογιαλιά.
Δεν ήσουν ποτέ εξάλλου.


Που χάθηκες; Σε ποια θάλασσα, ποιον ωκεανό;
Ρωτώ ναύτες, ρωτώ θαλασσινούς,
μα απάντηση δεν παίρνω.
Παρά μόνο τη σιωπή τους, κι ένα κρυφό δάκρυ.

Γιατί μ'αφήνεις εδώ;
----------------------
Καταλαβαίνω τελικά πως νιώθεις κι εσύ.
Τόσα χρόνια πετρωμένη, στην ίδια θέση.
Περιμένεις, όμως δε γίνεται τίποτα.

Ο έρωτας δε σου έφερε παρά πόνο και λήθη.
Όμως εγώ δε θα σε ξεχάσω.
Κι όσο δε σε ξεχνώ θα ζεις μέσα μου.
Ξεκουράσου λοιπόν κι αναπαύσου πλέον.