Ήταν καλοκαίρι.
Σε είδα σε μια παραλία.
Σε μια πέτρα πάνω να κάθεσαι μόνη.
Αγνάντευες τη θάλασσα.
Το χάος του απέραντου ωκεανού.
Γιατί δεν παίζεις με τους άλλους;
Κοίτα τα μάτια τους πως έχουν ανάψει.
Η φλόγα της νιότας της χαράς.
Μα τα δικά σου μένουν καφέ.
Ο αέρας ανεμίζει μέσα από τα μαλλιά σου.
Το μικρό κάστρο που είχες φτιάξει χάλασε.
Το πήρε το κύμα.
Αναρωτιόμουν αν ήταν αλήθεια αυτό που είδα όταν το τελείωσες.
Αν ήταν όντως αυτό που νομίζω, όταν κίνησες τα χείλη σου.
Με είχες δει που σε αγνάντευα.
Και παρά εκείνη τη φορά, που τα πόδια σου γέμιζαν με το νερό της παλίρροιας,
δε σε ξαναείδα ποτέ τόσο ζωντανή.
Εκείνη τη βραδιά, όπου η ολοστρόγγυλη πανσέλληνος έκρυβε τ'άστρα.
Όπου τα κύματα χτυπούσαν με μανία τα βράχια.
Με μίσος μέχρι να γίνουν ένα, και να επιστρέψουν.
Όπου τα πουλιά κρύφτηκαν μέσα στις κουφάλες.
Και δεν πετούσε τίποτα σ'εκεινον τον κατάμεστο με φως ουρανό.
Εκεί όπου ο αέρας σε παρέσειρε όπου ήθελε μου είπες.
Εκεί όπου τα χείλη μας γίνανε ένα.
Σε είδα σε μια παραλία.
Σε μια πέτρα πάνω να κάθεσαι μόνη.
Αγνάντευες τη θάλασσα.
Το χάος του απέραντου ωκεανού.
Γιατί δεν παίζεις με τους άλλους;
Κοίτα τα μάτια τους πως έχουν ανάψει.
Η φλόγα της νιότας της χαράς.
Μα τα δικά σου μένουν καφέ.
Ο αέρας ανεμίζει μέσα από τα μαλλιά σου.
Το μικρό κάστρο που είχες φτιάξει χάλασε.
Το πήρε το κύμα.
Αναρωτιόμουν αν ήταν αλήθεια αυτό που είδα όταν το τελείωσες.
Αν ήταν όντως αυτό που νομίζω, όταν κίνησες τα χείλη σου.
Με είχες δει που σε αγνάντευα.
Και παρά εκείνη τη φορά, που τα πόδια σου γέμιζαν με το νερό της παλίρροιας,
δε σε ξαναείδα ποτέ τόσο ζωντανή.
Εκείνη τη βραδιά, όπου η ολοστρόγγυλη πανσέλληνος έκρυβε τ'άστρα.
Όπου τα κύματα χτυπούσαν με μανία τα βράχια.
Με μίσος μέχρι να γίνουν ένα, και να επιστρέψουν.
Όπου τα πουλιά κρύφτηκαν μέσα στις κουφάλες.
Και δεν πετούσε τίποτα σ'εκεινον τον κατάμεστο με φως ουρανό.
Εκεί όπου ο αέρας σε παρέσειρε όπου ήθελε μου είπες.
Εκεί όπου τα χείλη μας γίνανε ένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου