Κυριακή, Οκτωβρίου 20

Η φθορά

Η νύχτα υποχωρεί, καθώς οι πρώτες ηλιαχτίδες κρυφά κρυφά γεμίζουν τον ουρανό.
Εκεί , όπου εξαφανίζεσαι κι εσύ, με την Αυγή.
Ιππεύεις μαζι με τον Ήλιο το άρμα του ουρανού.

Όμως αυτές δεν κοιμούνται ούτε ξυπνούν.
Μόνο μένουν ξάγρυπνες και στοιχειώνουν.
Και δεν αφήνουν τη Λήθη να κάνει το έργο της.
Έτσι λοιπόν, κάθε πρωί, ο Αετός επιστρέφει.

Κατά βάθος ελπίζω να μην έρθει ποτέ η Αυγή.
Να μείνεις εκεί, μαζί με τη Σελήνη, δική μου.
Όμως ο Ήλιος με πληγώνει και οι ακτίνες του με διαπερνούν.


Περιμένω εκεί πετρωμένος, να'ρθει το λυκόφως, να ξαναγεννηθώ.
Να με καλύψει η Πασιθέη με το γλυκό της πέπλο.
Να με ταξιδέψει στον κόσμο σου.

Έναν κόσμο όπου άρχοντας είναι μόνο ο Χρόνος.
Και βασιλεύει με υπομονή και πάθος.
Ανοιχτά τα σύνορα, και εγώ ταξιδιώτης τακτικός.

Τόσο τακτικός, ώστε να ζηλεύει η Αφαία.