Δευτέρα, αργά το βράδυ, βιαζόμουν να προλάβω να πιάσω μια θέση στο τελευταίο λεωφορείο της βραδυάς. Με κατάλληλο timing , μπόρεσα να εξασφαλίσω μια θέση στο πίσω μέρος, όπου θα μπορούσα μόνος να απολαύσω την μαγεία της πόλης που κοιμάται.
Στην πρώτη στροφή , το λεωφορείο έκανε την συνηθισμένη του στάση. Μέσα μπήκε μια γκριζομάλλα κυρία που έκανε εναν περίεργο θόρυβο και βλαστήμησε για τα αρθριτικά της, κι ένας κύριος. Τον κύριο αυτό τον έβλεπα κάθε μέρα όσο ήμουν στην πόλη. Πηγαινοερχόταν κι αυτός με το ίδιο λεωφορείο, την ίδια ώρα κάθε μέρα. Ποτέ δεν καθόταν, το θεωρούσε απρεπές, σε αντίθεση με εμένα που νοιαζόμουν περισσότερο για το πόσο γρήγορα μπορεί να περάσει μια μύγα την παραλιακή λεωφόρο.
Αν και δεν ήξερα ποιός ήταν, ήταν αρκετά συμπαθής. Βοηθούσε όσους είχαν βάρη να ανέβουν , τις μητέρες με τα καροτσάκια, τους ηλικιωμένους, χαμογελώντας πάντα. Δεν έδειχνε κανένα ίχνος απογοήτευσης από την ρουτίνα , ούτε από την σκέψη ότι δεν είχε δικό του αυτοκίνητο για να αποκτήσει ανεξαρτησία στην κίνηση μέσα στην πόλη. Κατά βάθος μπορώ να πώ πως τον ζήλευα, και ήθελα να τον γνωρίσω, να του πιάσω την κουβέντα, έτσι για μερικά λεπτά, να δω τον χαρακτήρα του.
Κάθε μέρα έλεγα πως θα τον χαιρετούσα , μα δεν έβρισκα το κουράγιο - Κάτι με εμπόδιζε. Σαν ένας αόρατος τοίχος να βρισκόταν ανάμεσα μας και να σταματούσε κάθε προσπάθεια ανθρώπινης επικοινωνίας. Οι βδομάδες περνούσαν , και εγώ συνέχιζα να κάθομαι στην τελευταία θέση, νιώθοντας τήψεις καθημερινώς.
Μια μέρα πριν την αποχώρηση μου αποφάσισα να κάνω αυτό το μεγάλο βήμα. Άλλωστε τι είχα να χάσω? Ήμουν ένας 17χρονος μαθητής κι αυτός ένας μεσήλικας. Το πολύ πολύ να μου έλεγε τα συνηθισμένα περί επαγγελματικού προσανατολισμού και σχολικών επιδόσεων.
Μπήκα στο λεωφορείο σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Κοίταξα δεξιά , αριστερά , μα δεν τον είδα πουθενά. Που μπορεί να είχε πάει? Κοίταξα έξω από το παράθυρο και τότε συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Ο κύριος είχε δώσει το εισητήριο του σε έναν φοιτητή που του είχαν πάρει την τσάντα, και ετοιμαζόταν να φύγει. Σκέφτηκα να κατέβω από το λεωφορείο, κι ας έπρεπε να περπατήσω την μισή πόλη για να γυρίσω σπίτι. Όμως ήταν πλέον αργά. Ένιωσα τις ρόδες να γυρνάνε και το λεωφορείο έφυγε. Κι έτσι έχασα την τελευταία μου ευκαιρία.
Τι ήταν αυτό που με εμπόδισε? Μήπως φοβήθηκα την αντίδραση του? Μήπως με παρέσυρε το "Μην μιλάς σε αγνώστους" που μου έλεγαν οι γιαγιάδες παλιά? Ή μήπως τρόμαζα στην ιδέα οτι θα έκανα μια νέα απρόβλεπτη γνωριμία?
Όταν γύριζα τα κλειδιά στην πόρτα κατάλαβα τι ήταν. ΄Ηταν η κοινωνία πού με είχε κάνει να σκέφτομαι έτσι. Ήταν τα όρια που μας έχουν επιβληθεί από κάποιους που θέλουν να θεωρούνται ανώτεροι και να επιβάλλουν τις απόψεις τους παρουσιάζοντας τες ως "το καθώς πρέπει". Αυτοί έβαλαν μέσα μου αυτήν την λογική.
Την λογική που δεν σε αφήνει να κάνεις νέους φίλους. Την λογική που δεν σε αφήνει να πας στην κοπέλα που λατρεύεις και να της πεις : "Δεν με νοιάζει αν δεν με θέλεις, εγώ πρέπει να ομολογήσω πως για μένα είσαι το ωραιότερο πλάσμα του κόσμου". Την λογική που περιορίζει τα όνειρα σου και δεν σε αφήνει να πας παραπέρα.
Δεν ξέρω γιατί έγραψα αυτό το κείμενο. Ίσως για σένα να μην σημαίνει τίποτα. Αλλά για μένα αποτελεί μια εξομολόγηση στον ίδιο μου τον εαυτό , που μου δίνει μια ανακούφηση γιατί τουλάχιστον ξέρω τι πρέπει να αποφύγω στο μέλλον.
Ελπίζω όμως μέσα μου οτι εσύ δεν θα κάνεις το ίδιο λάθος με μένα.
Οτί θα εκφράσεις αυτά που πιστεύεις.
Κι αν δεν το κάνεις για εσένα, κάνε το για εμένα.