Την είδε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Να παρακαλεί για ελευθερία. Κι όμως να φοβάται να την αγγίξει. Η ψυχή της, ελεύθερη ήδη, πετούσε σαν αετός μακριά από το ξύλινο παράθυρο του δωματίου της. Φωνάζοντας για ελευθερία.
Αυτή όμως παράμεινε αμίλητη. Αγναντεύοντας την πανσέληνο.
Τους χώριζε ένας τοίχος. Ένας ψηλός απόρθητος τοίχος. Τοίχος που μόνοι τους είχαμε χτίσει ανάμεσά μας. Όμως τελικά πάντα αυτό συμβαίνει.
Την κοίταξε για τελευταία φορά καθώς απομακρυνόταν και ένα δάκρυ ξέφυγε από το αριστερό του μάτι. Μέσα σε λίγες στιγμές, χάθηκε στα χείλη του, καθώς εκείνος γευόταν την αλμυρή του υφή.
Η πανσέληνος συνέχιζε να του φωτίζει το δρόμο, καθώς έμπαινε μέσα στο δάσος. Ένα δάσος που θυμόταν από μικρός.
"Μέσα σε ένα τέτοιο δάσος την είχε πρωτοδεί. Πίσω από ένα μεγάλο έλατο, καθώς τα γαλαζοπράσινα μάτια της λάμπανε. Τα χρυσά μαλλιά της ανέμιζαν αρμονικά με τον ήχο των πουλιών εκείνη τη μέρα." Και όλα ήταν όμορφα.
Συνέχισε να προχωρά, στα ίδια μέρη που τρέχανε, στα ίδια μέρη που αγκαλιαστήκανε και εξομολογήθηκαν ο ένας στον άλλο τον έρωτά τους. Ποιος θα περίμενε πως θα κατέληγε στα ίδια μέρη.
Πλέον όμως μισός, και χωρίς τίποτα παρά την καταστρόγγυλη σελήνη να τον καθοδηγεί μέσα στο σκότος.
Έκατσε πάνω σε έναν κορμό, και έκλεισε τα μάτια.
Δεν υπήρχε κανένας θόρυβος, παρά μόνο αυτός του δάσους. Ο Ζέφυρος ανέμιζε μέσα στις φυλλωσιές και μια κουκουβάγια μακριά διαπερνούσε την ησυχία του μέρους.
Ένιωθε πλέον ένα με το δάσος. Το ίδιο δάσος που του είχα χαρίσει τη χαρά, και που ύστερα του τη στέρησε.
"Ακόμα δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνη τη μέρα όπου κάτω από τον έναστρο ουρανό, βρίσκονταν οι δυο τους ξαπλωμένη. Ώσπου μια Περσίδα έκανε την είσοδό της φωτίζοντας τον ουρανό με μια ριπή φωτός. Εκείνη τη στιγμή, ξέραν και οι δυο τους πως δε θα την ξεχνούσαν ποτέ. Τίποτα δε θα ξεχνιόταν."
Δε ξεχνούσε ακόμα. Οι μέρες περνούσαν, όμως αυτός στεκόταν ακόμα ακίνητος σε αυτόν τον κορμό.
Ώσπου μια μέρα, άνοιξε τα μάτια και είδε την αλήθεια. Ήταν πλέον ελεύθερος.
Ξεκίνησε το περπάτημα, αφήνοντας πίσω του το δάσος, ξεκινώντας για μια νέα αυγή.
Αυτή όμως παράμεινε αμίλητη. Αγναντεύοντας την πανσέληνο.
Τους χώριζε ένας τοίχος. Ένας ψηλός απόρθητος τοίχος. Τοίχος που μόνοι τους είχαμε χτίσει ανάμεσά μας. Όμως τελικά πάντα αυτό συμβαίνει.
Την κοίταξε για τελευταία φορά καθώς απομακρυνόταν και ένα δάκρυ ξέφυγε από το αριστερό του μάτι. Μέσα σε λίγες στιγμές, χάθηκε στα χείλη του, καθώς εκείνος γευόταν την αλμυρή του υφή.
Η πανσέληνος συνέχιζε να του φωτίζει το δρόμο, καθώς έμπαινε μέσα στο δάσος. Ένα δάσος που θυμόταν από μικρός.
"Μέσα σε ένα τέτοιο δάσος την είχε πρωτοδεί. Πίσω από ένα μεγάλο έλατο, καθώς τα γαλαζοπράσινα μάτια της λάμπανε. Τα χρυσά μαλλιά της ανέμιζαν αρμονικά με τον ήχο των πουλιών εκείνη τη μέρα." Και όλα ήταν όμορφα.
Συνέχισε να προχωρά, στα ίδια μέρη που τρέχανε, στα ίδια μέρη που αγκαλιαστήκανε και εξομολογήθηκαν ο ένας στον άλλο τον έρωτά τους. Ποιος θα περίμενε πως θα κατέληγε στα ίδια μέρη.
Πλέον όμως μισός, και χωρίς τίποτα παρά την καταστρόγγυλη σελήνη να τον καθοδηγεί μέσα στο σκότος.
Έκατσε πάνω σε έναν κορμό, και έκλεισε τα μάτια.
Δεν υπήρχε κανένας θόρυβος, παρά μόνο αυτός του δάσους. Ο Ζέφυρος ανέμιζε μέσα στις φυλλωσιές και μια κουκουβάγια μακριά διαπερνούσε την ησυχία του μέρους.
Ένιωθε πλέον ένα με το δάσος. Το ίδιο δάσος που του είχα χαρίσει τη χαρά, και που ύστερα του τη στέρησε.
"Ακόμα δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνη τη μέρα όπου κάτω από τον έναστρο ουρανό, βρίσκονταν οι δυο τους ξαπλωμένη. Ώσπου μια Περσίδα έκανε την είσοδό της φωτίζοντας τον ουρανό με μια ριπή φωτός. Εκείνη τη στιγμή, ξέραν και οι δυο τους πως δε θα την ξεχνούσαν ποτέ. Τίποτα δε θα ξεχνιόταν."
Δε ξεχνούσε ακόμα. Οι μέρες περνούσαν, όμως αυτός στεκόταν ακόμα ακίνητος σε αυτόν τον κορμό.
Ώσπου μια μέρα, άνοιξε τα μάτια και είδε την αλήθεια. Ήταν πλέον ελεύθερος.
Ξεκίνησε το περπάτημα, αφήνοντας πίσω του το δάσος, ξεκινώντας για μια νέα αυγή.