Και τα όνειρα θα στοιχειώνουν, θα μας δείχνουν το δρόμο της ψυχής.
Και σα μια ατελείωτη πηγή γνώσης που θέλει να κρυφτεί,
κάθε πρωινό, με την αυγή θα χάνονται.
Θα κρύβονται μέσα μας, σαν ποταμός της λήθης.
Τόσο βαθιά, ώστε να μην τα νοσταλγούμε.
Μέσα μας όμως, ως μοχθηρές πληγές.
Αγκάθια ρόδου,χρωματισμένο από το αίμα.
Αθάνατο χάρη στη νοσταλγία μας.
Κάπου εκεί θάφτηκες κι εσύ.
Και ξανάρχεσαι μερικά σεληνόφωτα,
λίγο πριν σε πάρει η Λήθη.
Και όσο με κοιτάς, βλέπω στα μάτια σου,
βαθιά κρυμμένο ένα δάκρυ.
Δεν είναι όμως χωρισμού, μα έρωτα.
Κι όταν με φιλάς, σε νοιώθω που απομακρύνεσαι.
Και αυτό το αγκάθι, σα Χάροντας
τρυπάει την καρδιά μου.
Και η πρώτη ηλιαχτίδα με κάνει πιο φτωχό.
Και σα μια ατελείωτη πηγή γνώσης που θέλει να κρυφτεί,
κάθε πρωινό, με την αυγή θα χάνονται.
Θα κρύβονται μέσα μας, σαν ποταμός της λήθης.
Τόσο βαθιά, ώστε να μην τα νοσταλγούμε.
Μέσα μας όμως, ως μοχθηρές πληγές.
Αγκάθια ρόδου,χρωματισμένο από το αίμα.
Αθάνατο χάρη στη νοσταλγία μας.
Κάπου εκεί θάφτηκες κι εσύ.
Και ξανάρχεσαι μερικά σεληνόφωτα,
λίγο πριν σε πάρει η Λήθη.
Και όσο με κοιτάς, βλέπω στα μάτια σου,
βαθιά κρυμμένο ένα δάκρυ.
Δεν είναι όμως χωρισμού, μα έρωτα.
Κι όταν με φιλάς, σε νοιώθω που απομακρύνεσαι.
Και αυτό το αγκάθι, σα Χάροντας
τρυπάει την καρδιά μου.
Και η πρώτη ηλιαχτίδα με κάνει πιο φτωχό.
Βαθιά συναισθηματική μάχη, ένα πρόσωπο που πάσχιζες να ξεχάσεις (κι όμως, δοκίμασες αρκετά;) επιστρέφει και ανατρέπει τις ισορροπίες ξανά. Πολύ ωραίο ποίημα, κι όλοι μπορούμε να το νιώσουμε κάπου μέσα μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή